„ζαλισμένος“ ζαλισμένος [zalizˈmenos], ζαλισμένη, ζαλισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) schwindlig, benommen, kopflos schwindlig, benommen ζαλισμένος ζαλισμένος kopflos ζαλισμένος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ ζαλισμένος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ