εφοδιασμός
[efoðiazˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Versorgungθηλυκό | Femininum, weiblich fεφοδιασμός παροχή μέσων για την επίτευξη σκοπούεφοδιασμός παροχή μέσων για την επίτευξη σκοπού
esempi
- εφοδιασμός όπλωνWaffenlieferungθηλυκό | Femininum, weiblich f