„εφιστώ“: μεταβατικό ρήμα εφιστώ [efisˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) jemanden auf etwas... esempi εφιστώ την προσοχή κάποιου σε κάτι jemanden auf etwas+αιτιατική | +Akkusativ +akk aufmerksam machen εφιστώ την προσοχή κάποιου σε κάτι