ευχέρεια
[efˈçeria]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Leichtigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fευχέρειαευχέρεια
- leichte Handhabungθηλυκό | Femininum, weiblich fευχέρεια ευκολία στη χρησιμοποίησηευχέρεια ευκολία στη χρησιμοποίηση
- Wohlstandαρσενικό | Maskulinum, männlich mευχέρεια οικονομικήευχέρεια οικονομική