„ευπρεπής“ ευπρεπής [efpreˈpis], ευπρεπής, ευπρεπέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) anständig, gepflegt, adrett anständig ευπρεπής συμπεριφορά ευπρεπής συμπεριφορά gepflegt, adrett ευπρεπής εμφάνιση ευπρεπής εμφάνιση