ευμενής
[evmeˈnis], ευμενής, ευμενέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- wohlgesinnt, wohlwollendευμενής ευνοϊκά διατεθειμένοςευμενής ευνοϊκά διατεθειμένος