„ευθυγραμμισμένος“ ευθυγραμμισμένος [efθiɣramizˈmenos], ευθυγραμμισμένη, ευθυγραμμισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) linksbündig rechtsbündig esempi ευθυγραμμισμένος αριστερά linksbündig ευθυγραμμισμένος αριστερά ευθυγραμμισμένος δεξιά rechtsbündig ευθυγραμμισμένος δεξιά