ευδαιμονία
[evðemoˈnia]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Glückseligkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fευδαιμονίαευδαιμονία
- Wohlstandαρσενικό | Maskulinum, männlich mευδαιμονία υλική ευημερίαευδαιμονία υλική ευημερία