„ευήλιος“ ευήλιος [eˈvilios], ευήλια, ευήλιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) sonnig sonnig ευήλιος δωμάτιο, μπαλκόνι ευήλιος δωμάτιο, μπαλκόνι