ετοιμάζω
[etiˈmazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- vorbereitenετοιμάζω προπαρασκευάζωετοιμάζω προπαρασκευάζω
- herrichtenετοιμάζωετοιμάζω
- ετοιμάζω κάνω έτοιμο
- fertigstellenετοιμάζω τελειώνωετοιμάζω τελειώνω
- zubereitenετοιμάζω φαγητόετοιμάζω φαγητό