„εριστικός“ εριστικός [eristiˈkos], εριστική, εριστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) streitsüchtig streitsüchtig εριστικός εριστικός