εργαστήριο
[erɣasˈtirio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Werkstattθηλυκό | Femininum, weiblich fεργαστήριο τεχνίτηεργαστήριο τεχνίτη
- Atelierουδέτερο | Neutrum, sächlich nεργαστήριο ζωγράφουεργαστήριο ζωγράφου
- Laborουδέτερο | Neutrum, sächlich nεργαστήριο χημείαςεργαστήριο χημείας
esempi
- εργαστήριο γενετικήςGenlaborουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- εργαστήριο γλωσσομάθειαςSprachlaborουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- εργαστήριο ερευνώνForschungslaborουδέτερο | Neutrum, sächlich n
nascondi gli esempimostra più esempi