επιχειρηματολογία
[epiçirimatoloˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Argumentationθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιχειρηματολογίαεπιχειρηματολογία
- Beweisführungθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιχειρηματολογία νομικός όρος | Rechtswesenνομεπιχειρηματολογία νομικός όρος | Rechtswesenνομ