επιχειρηματικός
[epiçirimatiˈkos], επιχειρηματική, επιχειρηματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
esempi
- επιχειρηματικές μέθοδοιπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplGeschäftsmethodenπληθυντικός | Plural pl
- επιχειρηματική ζωήθηλυκό | Femininum, weiblich fGeschäftslebenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- επιχειρηματική ιδέαθηλυκό | Femininum, weiblich fGeschäftsideeθηλυκό | Femininum, weiblich f
nascondi gli esempimostra più esempi