„επιτηρητής“: αρσενικό επιτηρητής [epitiriˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, επιτηρήτρια [epitiˈritria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Aufseher, Beisitzer Aufseherαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f επιτηρητής επιτηρητής Beisitzerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f επιτηρητής σε εξετάσεις επιτηρητής σε εξετάσεις