επιτίθεμαι
[epiˈtiθeme]αποθετικό ρήμα | Deponens depPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- angreifen (κατά+γενική | +Genitiv +gen εναντίον+γενική | +Genitiv +gen σεαιτιατική | Akkusativ akk)επιτίθεμαιüberfallenεπιτίθεμαιεπιτίθεμαι
- stürmenεπιτίθεμαι αθλητισμός | Sportαθλεπιτίθεμαι αθλητισμός | Sportαθλ