„επιτήδειος“ επιτήδειος [epiˈtiðios], επιτήδεια, επιτήδειοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) geschickt, gewandt geschickt, gewandt επιτήδειος επιτήδειος