επιστρέφω
[epiˈstrefo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- zurückgeben, (zurück)erstattenεπιστρέφω δίνω ή στέλνω πίσωεπιστρέφω δίνω ή στέλνω πίσω
- zurücksendenεπιστρέφω επιστολήεπιστρέφω επιστολή
- zurückzahlenεπιστρέφω χρήματαεπιστρέφω χρήματα
- zurückspielen, zurückgebenεπιστρέφω μπάλαεπιστρέφω μπάλα
επιστρέφω
[epiˈstrefo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- zurückkommen, zurückgehen, zurückkehrenεπιστρέφω ξαναγυρίζωεπιστρέφω ξαναγυρίζω
- wiederkommenεπιστρέφω έρχομαι ξανάεπιστρέφω έρχομαι ξανά
- zurückfahrenεπιστρέφω με αυτοκίνητοεπιστρέφω με αυτοκίνητο