επιστημονικός
[epistimoniˈkos], επιστημονική, επιστημονικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- wissenschaftlichεπιστημονικόςεπιστημονικός
esempi
- επιστημονική συνεργάτιδαθηλυκό | Femininum, weiblich fwissenschaftliche Mitarbeiterinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- επιστημονική φαντασίαθηλυκό | Femininum, weiblich fScience-Fictionθηλυκό | Femininum, weiblich f
- επιστημονικό επιτελείοουδέτερο | Neutrum, sächlich nExpertenkommissionθηλυκό | Femininum, weiblich f
nascondi gli esempimostra più esempi