επισκέπτρια
[epiˈskjeptria]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Besucherinθηλυκό | Femininum, weiblich fεπισκέπτριαεπισκέπτρια
- Gastαρσενικό | Maskulinum, männlich mεπισκέπτρια φιλοξενούμενη, καλεσμένηεπισκέπτρια φιλοξενούμενη, καλεσμένη
esempi
- επισκέπτρια έκθεσηςMessebesucherinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- επισκέπτρια ζωολογικού κήπουZoobesucherinθηλυκό | Femininum, weiblich f