επιπρόσθετος
[epiˈprosθetos], επιπρόσθετη, επιπρόσθετοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- zusätzlich, Zusatz-επιπρόσθετοςεπιπρόσθετος
esempi
- επιπρόσθετη ασφάλισηθηλυκό | Femininum, weiblich fZusatzversicherungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- επιπρόσθετη λειτουργίαθηλυκό | Femininum, weiblich fZusatzfunktionθηλυκό | Femininum, weiblich f
- επιπρόσθετη συσκευήθηλυκό | Femininum, weiblich fZusatzgerätουδέτερο | Neutrum, sächlich n
nascondi gli esempimostra più esempi