„επιλέγω“: μεταβατικό ρήμα επιλέγω [epiˈleɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) wählen, auswählen, markieren wählen, auswählen επιλέγω επιλέγω markieren επιλέγω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ κείμενο επιλέγω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ κείμενο