επιθεώρηση
[epiθeˈorisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Besichtigungθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιθεώρηση έλεγχοςInspektionθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιθεώρηση έλεγχοςεπιθεώρηση έλεγχος
- Durchsichtθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιθεώρηση εγγράφωνεπιθεώρηση εγγράφων
- Revueθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιθεώρηση θέατρο | Theaterθεατ περιοδικόεπιθεώρηση θέατρο | Theaterθεατ περιοδικό
esempi
- κάνω επιθεώρησηeine Inspektion durchführen
- επιθεώρηση εργασίαςGewerbeamtουδέτερο | Neutrum, sächlich nGewerbeaufsichtθηλυκό | Femininum, weiblich f