επίπτωση
[eˈpiptosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- (negative) Auswirkungθηλυκό | Femininum, weiblich fεπίπτωση κακή συνέπειαFolgeθηλυκό | Femininum, weiblich fεπίπτωση κακή συνέπειαεπίπτωση κακή συνέπεια
esempi
- επιπτώσειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl του καιρούWitterungseinflüsseπληθυντικός | Plural pl