επίκεντρο
[eˈpikjendro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Epizentrumουδέτερο | Neutrum, sächlich nεπίκεντρο σεισμούεπίκεντρο σεισμού
- Mittelpunktαρσενικό | Maskulinum, männlich mεπίκεντρο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφεπίκεντρο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ