„εξοχή“: θηλυκό εξοχή [eksoˈçi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Vorsprung, Land, ländliche Gegend Vorsprungαρσενικό | Maskulinum, männlich m εξοχή προεξοχή εξοχή προεξοχή Landουδέτερο | Neutrum, sächlich n εξοχή ύπαιθρος ländliche Gegendθηλυκό | Femininum, weiblich f εξοχή ύπαιθρος εξοχή ύπαιθρος esempi κατ’ εξοχήν schlechthin κατ’ εξοχήν στην εξοχή auf dem Lande στην εξοχή