εξοφλώ
[eksoˈflo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- begleichenεξοφλώ λογαριασμόεξοφλώ λογαριασμό
- tilgen, abbezahlenεξοφλώ χρέηεξοφλώ χρέη
- einlösenεξοφλώ επιταγήεξοφλώ επιταγή
- wiedergutmachenεξοφλώ χάρη, ευεργεσίαεξοφλώ χάρη, ευεργεσία
esempi