εξουδετερώνω
[eksuðeteˈrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- neutralisierenεξουδετερώνωεξουδετερώνω
- entschärfenεξουδετερώνω βόμβαεξουδετερώνω βόμβα
- beseitigenεξουδετερώνω κίνδυνοεξουδετερώνω κίνδυνο