εξουδετέρωση
[eksuðeˈterosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Neutralisierungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξουδετέρωσηεξουδετέρωση
- Entschärfungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξουδετέρωση βόμβαςεξουδετέρωση βόμβας
- Beseitigungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξουδετέρωση κινδύνουεξουδετέρωση κινδύνου