εξομολόγηση
[eksomoˈlojisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Geständnisουδέτερο | Neutrum, sächlich nεξομολόγηση ομολογίαεξομολόγηση ομολογία
- Beichteθηλυκό | Femininum, weiblich fεξομολόγηση θρησκεία | Religionθρησκεξομολόγηση θρησκεία | Religionθρησκ