„εξομολογούμαι“: μεσοπαθητικό ρήμα εξομολογούμαι [eksomoloˈɣume]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) gestehen, beichten gestehen εξομολογούμαι ομολογώ εξομολογούμαι ομολογώ beichten εξομολογούμαι θρησκεία | Religionθρησκ εξομολογούμαι θρησκεία | Religionθρησκ