εξασθενίζω
[eksasθeˈnizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- (ab)schwächen, entkräftenεξασθενίζω μειώνω τη δύναμηεξασθενίζω μειώνω τη δύναμη
- dämpfenεξασθενίζω τηλεόραση | Fernsehenτηλεξασθενίζω τηλεόραση | Fernsehenτηλ