„εξαρτιέμαι“ εξαρτιέμαι [eksarˈtjeme], εξαρτώμαι [eksarˈtome] <-άσαι>αποθετικό ρήμα | Deponens dep Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) abhängig sein, abhängen abhängig sein (από von) εξαρτιέμαι είμαι εξαρτημένος εξαρτιέμαι είμαι εξαρτημένος abhängen (από von) εξαρτιέμαι βασίζομαι εξαρτιέμαι βασίζομαι esempi εξαρτάται (από το αν …) es kommt darauf an, (ob …), je nachdem (ob …) εξαρτάται (από το αν …) εξαρτάται από σένα das hängt an dir εξαρτάται από σένα