εξαμηνιαίος
[eksaminiˈeos], εξαμηνιαία, εξαμηνιαίοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- halbjährlich.εξαμηνιαίοςεξαμηνιαίος
esempi
- εξαμηνιαία αναφοράθηλυκό | Femininum, weiblich fHalbjahresberichtαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- εξαμηνιαία αναφοράθηλυκό | Femininum, weiblich fHalbjahreszeugnisουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- εξαμηνιαίος ισολογισμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mHalbjahresbilanzθηλυκό | Femininum, weiblich f