εξαγώγιμος
[eksaˈɣojimos], εξαγώγιμη, εξαγώγιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- ausführbarεξαγώγιμοςεξαγώγιμος
esempi
- εξαγώγιμα αγαθάπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplAusfuhrgüterπληθυντικός | Plural pl