ενόργανος
[eˈnorɣanos], ενόργανη, ενόργανοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- organischενόργανος χημεία | Chemieχημενόργανος χημεία | Chemieχημ
- instrumentalενόργανος μουσενόργανος μουσ
esempi
- ενόργανη γυμναστικήθηλυκό | Femininum, weiblich fGeräteturnenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- ενόργανη γυμναστικήθηλυκό | Femininum, weiblich fKunstturnenουδέτερο | Neutrum, sächlich n