εντάξει
[enˈdaksi]επίρρημα | Adverb advPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- in Ordnungεντάξει τακτοποιημένος, σε καλή κατάστασηεντάξει τακτοποιημένος, σε καλή κατάσταση
- aufrichtigεντάξει τίμιοςεντάξει τίμιος
esempi
- εντάξει; οικείο | umgangssprachlichοικalles klar?
- εντάξει; οικείο | umgangssprachlichοικeinverstanden?
-
nascondi gli esempimostra più esempi