„ενοχοποιώ“: μεταβατικό ρήμα ενοχοποιώ [enoxopiˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) belasten belasten ενοχοποιώ νομικός όρος | Rechtswesenνομ ενοχοποιώ νομικός όρος | Rechtswesenνομ