ενοχλητικός
[enoxlitiˈkos], ενοχλητική, ενοχλητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- störendενοχλητικόςενοχλητικός
- aufdringlich, lästigενοχλητικός φορτικόςενοχλητικός φορτικός