„ενοχή“: θηλυκό ενοχή [enoˈçi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Schuld Schuldθηλυκό | Femininum, weiblich f ενοχή νομικός όρος | Rechtswesenνομ ενοχή νομικός όρος | Rechtswesenνομ