„ενοικιάζω“: μεταβατικό ρήμα ενοικιάζω [enikjiˈazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) mieten, vermieten mieten ενοικιάζω μισθώνω ενοικιάζω μισθώνω vermieten ενοικιάζω εκμισθώνω ενοικιάζω εκμισθώνω