„εννοώ“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα εννοώ [enoˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) meinen, bedeuten, verstehen meinen εννοώ θέλω να πω εννοώ θέλω να πω bedeuten εννοώ σημαίνω εννοώ σημαίνω verstehen εννοώ καταλαβαίνω εννοώ καταλαβαίνω esempi τι εννοείς; was meinst du damit? τι εννοείς; εννοείται das versteht sich von selbst εννοείται