ενδυματολογικός
[enðimatolojiˈkos], ενδυματολογική, ενδυματολογικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
esempi
- ενδυματολογικός κώδικαςαρσενικό | Maskulinum, männlich mKleiderordnungθηλυκό | Femininum, weiblich f