„ενδοχώρα“: θηλυκό ενδοχώρα [enðoˈxora]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Hinterland Hinterlandουδέτερο | Neutrum, sächlich n ενδοχώρα ενδοχώρα esempi προς την ενδοχώρα landeinwärts προς την ενδοχώρα