εναλλακτικός
[enalaktiˈkos], εναλλακτική, εναλλακτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- alternativ, Alternativ-εναλλακτικόςεναλλακτικός
esempi
- εναλλακτική λύσηθηλυκό | Femininum, weiblich fAlternativeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εναλλακτική ενέργειαθηλυκό | Femininum, weiblich fAlternativenergieθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εναλλακτική κοινωνική υπηρεσίαθηλυκό | Femininum, weiblich fErsatzdienstαρσενικό | Maskulinum, männlich mWehrersatzdienstαρσενικό | Maskulinum, männlich m
nascondi gli esempimostra più esempi