Traduzione Greco-Tedesco per "εμπόρευμα"
"εμπόρευμα" traduzione Tedesco
επικίνδυνο εμπόρευμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Gefahrgutουδέτερο | Neutrum, sächlich n
επικίνδυνο εμπόρευμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
αζήτητο εμπόρευμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Ladenhüterαρσενικό | Maskulinum, männlich m
αζήτητο εμπόρευμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n