„εμβαθύνω“: μεταβατικό ρήμα εμβαθύνω [emvaˈθino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) vertiefen vertiefen εμβαθύνω εισδύω σε βάθος, κατανοώ εμβαθύνω εισδύω σε βάθος, κατανοώ