„ελλαδικός“ ελλαδικός [elaðiˈkos], ελλαδική, ελλαδικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) hellenisch hellenisch ελλαδικός ελλαδικός