„ελαφρύνω“: μεταβατικό ρήμα ελαφρύνω [elaˈfrino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) entlasten ελαφρώνω entlastenκαι | und κ. ελαφρώνω ελαφρύνω φορολογικά ελαφρύνω φορολογικά