ελαφρότητα
[elaˈfrotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Leichtigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fελαφρότηταελαφρότητα
- Leichtlebigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fελαφρότητα επιπολαιότηταελαφρότητα επιπολαιότητα